αστάχυ
Смотреть что такое "αστάχυ" в других словарях:
ἀστάχυς — ἀστάχῡς , ἄσταχυς ear of corn masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστάχυς — ἀστάχῡς , ἄσταχυς ear of corn masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)